mendicancy$47838$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

mendicancy$47838$ - translation to ελληνικό

ONE WHO PRACTICES MENDICANCY AND RELIES CHIEFLY OR EXCLUSIVELY ON ALMS TO SURVIVE
Mendicancy; Pantaram; Mendicants
  • A Japanese Buddhist pilgrim on alms round (during [[Shikoku Pilgrimage]] in Shikoku, Japan)
  • A young layperson providing monks with alms
  • Mendicant monk reciting scriptures in Lhasa, Tibet, 1993
  • A group of mendicant Christian friars

mendicancy      
n. επαιτεία

Ορισμός

mendicancy

Βικιπαίδεια

Mendicant

A mendicant (from Latin: mendicans, "begging") is one who practices mendicancy, relying chiefly or exclusively on alms to survive. In principle, mendicant religious orders own little property, either individually or collectively, and in many instances members have taken a vow of poverty, in order that all their time and energy could be expended on practicing their respective faith, preaching and serving society.

Mendicancy is a form of asceticism, especially in Western Christianity. In Eastern Christianity, some ascetics are referred to as Fools for Christ, whereby they spurn the convention of society in pursuit of living a more wholly Christian life.